- ἱππομαχεῖν
- ἱππομαχέωfight on horsebackpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλαγγομαχώ — έω, Α 1. μάχομαι μαζί με άλλους σε φάλαγγα 2. (γενικά) μάχομαι στις τάξεις τού στρατού («πῶς ἄμα δυνήσεται ἱππομαχεῑν τε καὶ φαλαγγομαχεῑν καὶ πυργομαχεῑν;», Ξεν). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχῶ) … Dictionary of Greek